- ἠθμοειδές
- ἠθμοειδήςlike a strainermasc/fem voc sgἠθμοειδήςlike a strainerneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηθμοειδές οστό — Οστό που βρίσκεται στη βάση του κρανίου και πίσω από το μετωπιαίο και το οποίο αποτελείται από δύο μέρη: το μέσο και τα πλάγια. Το μέσο περιλαμβάνει το οριζόντιο ή τετρημμένο πέταλο και το κάθετο, που αποτελεί το επάνω μέρος του ρινικού… … Dictionary of Greek
Etmoides — ► sustantivo masculino ANATOMÍA Hueso situado en el compartimiento anterior de la base del cráneo que forma la parte superior del esqueleto de la nariz. IRREG. plural etmoides * * * etmoides (del gr. «ēthmoeidés», de forma de criba) adj. y n. m.… … Enciclopedia Universal
PHIMUS — Graece φιμὸς, inter organa κυβευτικὰ recensetur Etymol. Mag. φιμοὶ κυβευτικὰ ὄργανα. Φιμοςτ´ ἐςτιν ὁ καλούμενος κημὸς ἐις ὅν ενεβάλλοντο ἀςτράγαλοι. Φιμῶν etiam meminit Aeschines inter aleatoria instrumenta. Diphilus apud Harpocrationem. ἕλκες… … Hofmann J. Lexicon universale
εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… … Dictionary of Greek
ηθμοειδής — ές (AM ἠθμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. ανατ. 1. «ηθμοειδές οστό» μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
σφηνοηθμοειδής — ές, Ν ανατ. α) αυτός που αναφέρεται στο σφηνοειδές και στο ηθμοειδές οστό ταυτοχρόνως β) το ουδ. ως ουσ. το σφηνοηθμοειδές (συγκριτ. ανατ.) μεμονωμένο οστό που αντικαθιστά τα κογχιοσφηνοειδή στα άνουρα αμφίβια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek